- νεφρολιθίαση
- η(ιατρ.), σχηματισμός πέτρας στο νεφρό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νεφρολιθίαση — Ιατρικός όρος, που δηλώνει την παρουσία λίθων στα νεφρά. Βλ. λ. λιθιάσεις· νεφροπάθειες. * * * η ιατρ. σχηματισμός μονήρων ή πολλαπλών συγκριμάτων διαφόρων αλάτων στους κάλυκες και στην πύελο τών νεφρών, αλλά και στο νεφρικό παρέγχυμα, υπό μορφή… … Dictionary of Greek
νεφρ(ο)- — α συνθετικό επιστημονικών ιατρικών όρων τής Νεοελληνικής που προέρχονται από το ουσ. νεφρό(ς) ως αντιδάνεια από την ξένη ιατρική ορολογία (νεφρόλιθος, πρβλ. αγγλ. nephrolith κ.ά.). Αξίζει να σημειωθεί ότι, αντίθετα προς την Αρχαία Ελληνική, όπου… … Dictionary of Greek
νεφρολιθικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νεφρολιθίαση ή στους νεφρολίθους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. nephrolithique (< νεφρ[ο] * + λιθικός < λίθος). Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως] … Dictionary of Greek
νεφρό — Όργανο που παράγει τα ούρα, με τα οποία αποβάλλεται το περισσευούμενο νερό, τα άλατα και τα άχρηστα προϊόντα του μεταβολισμού· εκτός από τη λειτουργία αυτή απέκκρισης το ν. παράγει ουσίες που συμβάλλουν στη ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης και στην… … Dictionary of Greek
βερβερίδα — (berberis). Γένος θάμνων της οικογένειας των βερβεριδών, με 160 είδη. Είναι φυτά του βορείου ημισφαιρίου και την Ινδίας, από τα oποία σπουδαιότερο είναι η β. η κοινή, ύψους 1 2,5 μ. με βλαστούς λεπτούς, γεμάτους αγκάθια, που προέρχονται από τη… … Dictionary of Greek
λιθιάσεις — Παθολογικές καταστάσεις που προκαλούνται σε διάφορα όργανα του ανθρώπινου σώματος εξαιτίας της παρουσίας λίθων. Οι λίθοι (πέτρες) είναι στερεά σώματα, τα οποία σχηματίζονται στους εκφορητικούς πόρους των αδένων ή σε κοίλα όργανα εξαιτίας… … Dictionary of Greek
νεφροπάθειες — Παθήσεις των νεφρών που συνήθως διακρίνονται σε παθολογικές και χειρουργικές· μερικές από αυτές αντιμετωπίζονται επιτυχώς άλλοτε με συντηρητική (φαρμακευτική) και άλλοτε με χειρουργική αγωγή. Οι παθολογικές ν. είναι συνήθως αμφοτερόπλευρες και… … Dictionary of Greek
παραθυρεοειδείς — (Ανατ.). Μικροί ενδοκρινείς αδένες, συνήθως τέσσερις, που βρίσκονται πίσω από τους πλάγιους λοβούς του θυρεοειδούς· το έκκριμά τους, η παραθορμόνη, συμμετέχει στη ρύθμιση του μεταβολισμού του ασβεστίου και του φωσφόρου, και συνεπώς στη διεργασία… … Dictionary of Greek
Ρεκλινγκχάουζεν, νόσος του- — Ονομασία δύο παθήσεων, που επισήμανε ο Γερμανός παθολόγος Φρίντριχ φον Ρεκλινγκχάουζεν (1833 1910). Η πρώτη, που ονομάζεται και νευροϊνωμάτωση, αντιστοιχεί σε μια κατάσταση συγγενή και συχνά οικογενή, που χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση… … Dictionary of Greek